Ο τόΠος τοΥ δΕν


ο άγγελος

Δε πρόλαβε να δει πολλά. Λες ότι γεύτηκε χαρά όμως εκείνος λέει όχι. Η μάνα του; Σα το μικρό παιδί. Κάμε πως αγριεύεις και σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένη. Κοίτα με πες, εκείνη θα στραβώσει το λαιμό και θα σε δει καλά καλά. Λίγο που θα κοιτάξει και θα πιάσει κουβέντα. "Έλα για να σου πω. Στο αυτί σου μέσα. Μη φοβάσαι." Και θα σου κάμει έτσι το δάχτυλο. "Για να μάθεις. Και να μη λες ότι κρύβω. Έλα κοντά."

Με βρεμένα τα μάτια της και τη φωνή να τρέμει, έβγαλε από το μουγκό της ψίθυρο και είπε: "Αγγελοκρούεται ο γιός μου. Πήγε και γύρισε και ξαναπήγε. Δε βρίσκει τόπο για να ξαποστάσει. Κοίτα! Φυσάει τα ρουθούνια του στον ύπνο. Να φύγει θέλει μα δε ξέρει πως." Κατέβηκε από τη σκάλα σάμπως μια σκιά. Στα χέρια της κρατούσε κάποιο εργαλείο που δε γνωρίζω τη χρήση του. Μ’ αυτό να πας και να κάμεις προκοπή μου είπε. Το πήρα και μέχρι τα σήμερα σπάω την κεφαλή μου τσάμπα και βερεσέ. Μήτε προκοπή μήτε τίποτα.

Κάποτε πέφτω στο κρεβάτι άρρωστος. Να σου γαμήσω τη θερμοφόρα που τρύπησε λέω. Οργή που δεν έκαμα χρήματα και περιμένω. Έσκαψε έσκαψε το χώμα βαθιά. Τι θες και σκάβεις; Δεν είναι γη που να σηκώνει την αξίνα σου εδώ. Φύγε του είπα. Να πας να βρεις τους δικούς σου. Αντίπερα. Πουτάνα θερμοφόρα και κρύο.

Σηκώθηκε μάζεψε τα ρούχα του πήγε.

Που είμαι όρθιος τώρα, δίχως εκείνο και τ’ άλλο να ταλανίζουνε τη σκέψη μου, το χαίρομαι. Έκαμα καλά που τον έδιωξα. Μπελάς και βάσανο το κορμί του. Να το έχω στη δούλεψή μου δίχως να το χρειάζομαι; Κακιά η ώρα που δέχτηκα και είπα το ναι. Μαγάρισε το σπίτι μου. Σάπιο αχόρταγο κουφάρι. Στο διάολο να πάει.

Έπειτα έφαγα σουπιές με ρύζι. Ήταν ωραίο το φαγητό μου. Μέχρι που το σκοτάδι έπεσε για τα καλά. Σκέπασε το κεφάλι μου σα τη ζεστή κουβέρτα.

Ο άγγελος με βρήκε το πρωί. Ήμουνα νοικοκυρεμένος κι έτοιμος.


περιεχόμενα | επαφή