Aussi le maître dit : « Si tu casses υne petite branche d’une de ces plantes, toutes tes pensées seront tronquées. » L’ Enfer, XIII 28-30
Τι κρίμα! Να μιλάς και να μη λες τίποτα! Ο κόσμος γύρισε ανάποδα. Με το παραμικρό ιδρώνει. Τώρα μπορεί και βλέπει πίσω από τους τοίχους. Πίσω από το κεφάλι του. Μπορεί και αφουγκράζεται. Το πονηρό αδηφάγο κουνούπι. Στο βάθος της νύχτας που καρφώνει το ράμφος του μέσα στην ψυχή. Για να ρουφήξει το καυτό της μάγμα. Όμως εκείνη, στεγνή και τζούφια, δεν έχει να του δώσει τίποτα. Δες την! Επικαλείται θεούς και πνεύματα που κάποτε παρείχαν μιαν ασφάλεια. Πως δείχνει ο χαρακτήρας μέσα στην ασήμαντη λάμψη του! Σχεδόν υπάρχει σχεδόν όχι. Είναι μια θλιβερή υπόθεση, τα νιάτα που διάλεξαν να πέσουν μέσα στη φωτιά. Ένας παρεξηγημένος θησαυρός. Τώρα, τρέξε για να σωθείς, από τα μικρά κενά διαστήματα. Τρέξε να μάθεις αυτό που γίνεται με την δική σου έγκριση. Πολλά να πεις και να κάνεις δεν έχεις. Πόσο λευκό μπορεί να είναι το ψέμα τελικά. Στο μπάνιο καθαρίζεις τους αρμούς με την παλιά σου οδοντόβουρτσα. Βάλε κι άλλη χλωρίνη(1). Δε φτάνει να μετράς τις μέρες. Δε φτάνει να τις διαγράφεις. Φώναξέ τες! Πες τους, Ω μέρες που περνάτε ανεπιστρεπτί, για που το βάλατε: Είμαι κι εγώ εδώ πες τους. Παράξενο που μοιάζει το βουνό μέσα στην παχιά ομίχλη! Θαρρείς ξεπροβάλουν σκιές αναποδογυρισμένων ανθρώπων.
Τι κρίμα! Να σωπαίνεις και να λες τόσα. Ο κόσμος γυρίζει στην παλιά του θέση. Όρθιος. Να κοιτάζει μακριά, με λευκό πάγο στα μάτια του, να περιμένει. Ο καθένας αποκτά χρόνο και διαρκώς χάνει το δρόμο του, μέσα στην άκομψη οχλοβοή και πια δεν επιστρέφει παρά νεκρός. Με τα πιο καλά του ρούχα. Εκεί που κοσμούσε το άνθος, Μια γυάλινη χρωματιστή πεταλούδα, κούνησε ξάφνου τα φτερά της. Κανείς δε ξέρει για κανέναν τίποτα. Όλοι ζούμε ασφυκτικά μαζί. Πλάτη με πλάτη. Η ζωή μας γέμισε φωτογραφίες. Ξένο που μοιάζει το βουνό δίχως την παχιά ομίχλη γύρο του! Θαρρείς ξεπροβάλουν σκιές, όμως κάνεις λάθος. Ξεπροβάλει το μεγάλο τίποτα.
Τι κρίμα! Να έχεις νου και να μην έχεις λόγο. Οι λέξεις γύρισαν ανάποδα. Μέσα στη τζούφια ψυχή και μέσα στην ετοιμολογία τους, τώρα κανείς δε μπορεί να καταλάβει. Ο άνθρωπος γυρεύει κάποιο νόημα. Σεμνή και τιποτένια περιπλάνηση. Πόσο στοιχίζει άραγε το μερτικό που έχουν οι συνένοχοι; Και πια μονάδα μέτρησης ορίζει τη φύση του; Και τι απέγινε ο κοινός νους; Τρέχω για να σωθώ, τρέχω για ν ’αντικρίσω τις πράξεις μου. Κι αυτό είν ’όλο. Νομίζω πως κάνω πολλά όμως δε κάνω παρά το αυτονόητο, εκείνο που άμα δε το κάνεις χάνεσαι, μέσα στην άκομψη παράφορη οχλοβοή, αλλιώς πεθαίνεις. Φοράς τα πιο καλά σου ρούχα και γεια σου. Αυτό είν’ όλο. Αναρριχιέμαι στο βουνό, με και χωρίς ομίχλη. Θαρρώ από την κορυφή του ξεπροβάλουν αναποδογυρισμένες λέξεις.
(1) Σκηνή από την ταινία «Ο Μηχανουργός» του Μπραντ Άντερσον (The Machinist)