Ο τόΠος τοΥ δΕν


καφενείο

Το μεσημέρι σ’ ένα καφενείο είδα τον Νίκο. Έτρωγε τηγανιτές πατάτες με λουκάνικα και μουστάρδα. Έπινε ρακί από τον Τύρναβο. Εγώ ήπια μπύρα. Είχαμε καιρό να βρεθούμε. Μου είπε πως τον έδιωξαν από τη δουλειά και δυσκολεύεται. Έχει και κάτι χρέη να βγάλει. Οι κώλοι έσφιξαν για τα καλά φιλαράκο, κατάλαβες; Ξάφνου εκεί που μιλούσε, είδα το χέρι του να τρέμει. Τι έγινε ρε; Νεύρα μου λέει. Θα περάσει. Φτάνει με τα δικά μου. Άκου το άλλο τώρα. Και με πλησίασε με τη φωνή χαμηλά.

Ο τύπος που κάθεται στην άκρη, κόντρα στον τοίχο, έχει πολύ αστείο παρατσούκλι. Όλοι τον φωνάζουν εκκλησία. Ο εκκλησίας! Έτσι λένε. Είναι κοντά στα εβδομήντα. Καλός άνθρωπος, μα κολλημένος αλογομούρης. Έχει πολλούς τέτοιους η Καλλιθέα. Τους έμεινε κουσούρι. Από τον καιρό που είχαν τον ιππόδρομο στη γειτονιά. Βλέπεις τώρα που μιλάει στο κινητό; Ε, μαθαίνει για την επόμενη κούρσα. Αλήθεια. Είναι κάποιος στο Μαρκόπουλο και του δίνει τα σύνθετα. Άρρωστος σου λέω. Μέχρι τώρα έπαιξε δυο φορές τη σύνταξη.

Μα που τα βρίσκουν τα λεφτά;

Είπε ο Νίκος. Κι έβαλε το’ να χέρι πάνω στ’ άλλο για να το σταματήσει. Άκου και για το παρατσούκλι τώρα. Άμα προσέξεις, θα δεις που δίπλα του έχει ένα τρανζιστοράκι. Ακούει συνεχώς το σταθμό της εκκλησίας. Τρελό; Από εσπερινούς μέχρι και συζητήσεις. Θέματα θρησκευτικά και διάφορα τέτοια. Δεν το αποχωρίζεται ποτέ. Δηλαδή, σιγά μην ακούει, όλο στο τηλέφωνο είναι. Πάντως αυτό εκεί. Κολλημένο στα ίδια. Και πάντα χάνει. Φαντάζεσαι;


περιεχόμενα | επαφή