Όταν βαδίζω, θέλω συνεχώς να καρφώνω τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο. Μια λεπτή σιλουέτα πέρασε το δρόμο δίχως θόρυβο. Και πέφτω πάνω σου μέσα στη νύχτα. Κι εσύ χαμογελάς αιμόφυρτος.
- Εκείνος άρπαξε το πορτοφόλι μου!
- Δες τονα που τρέχει! Φωνάζεις.
- Πάει το μεροκάματο λες.
- Χαλάλι του.
- Αφού δε με σκότωσε είναι καλός.
Η άσφαλτος γυαλίζει μέσα στο κεφάλι σου. Τα μάτια σου γέμισαν τρόμο. Κι από το στόμα σου βγαίνει καπνός.