Ο τόΠος τοΥ δΕν


μια καλή συνεδρία

Την είδα λέει που χόρευε με το φίλο μου και ήταν όμορφη. Δε μπόρεσα να διακρίνω ακριβώς ποιος ήταν, μα ένοιωθα πως πρόκειται για το φίλο μου. Κάθισα όρθιος αρκετή ώρα και την κοιτούσα. Ένοιωθα καλά. Δε θυμάμαι άλλη φορά να την είδα τόσο όμορφη. Πλησίασα και της είπα, θα με μάθεις να χορεύω κι εγώ; Κι αυτό μου έκαμε κάποια εντύπωση, γιατί εγώ ποτέ δε χορεύω. Εκείνη με αντίκρισε και είπε, όπως έκανα με το φίλο σου ; Ναι της είπα. Ακριβώς έτσι. Κάνε μου το ίδιο πράμα. Μ’ έπιασε και χορέψαμε και θυμάμαι πως περνούσα ωραία.

Παλιά δεν ήθελα να μ’ ακουμπάει. Δε την άφηνα. Εγώ που είμαι της αφής. Που μου αρέσει να πιάνω τους ανθρώπους ακόμα κι όταν τους μιλάω. Νομίζω πως έτσι τους καταλαβαίνω καλύτερα. Αντιλαμβάνεστε; Ποτέ δεν ήθελα να μ’ ακουμπάει. Και χάρηκα που είδα τέτοιο όνειρο. Έκαμα πράγματα στον ύπνο μου, που δεν έχω τολμήσει να κάμω ποτέ.

Σκέφτηκα πως κάτι μέσα μου τακτοποιήθηκε. Από το θάνατό της και μετά, δεν θυμάμαι να την έχω δει. Θα στεκόμουν εδώ. Και θα έλεγα ναι, κάτι καλό συνέβη σε μένα. Είδα τη μάνα μου και τα βρήκαμε και τώρα νοιώθω καλύτερα. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Θυμάμαι που ενώ χορεύαμε δε μπορούσα να την πλησιάσω. Το στόμα της βρωμούσε όπως τότε στο νοσοκομείο. Και θυμάμαι που τα είχε χάσει κυριολεκτικά από τις χημειοθεραπείες και τα φάρμακα και μέσα στο παραλήρημά της με αποκαλούσε κόρη μου. Δεν έχεις κόρη της έλεγα εγώ είμαι ο Γιώργος. Ο γιός σου. Δεν έχεις άλλο παιδί. Μα κι αυτό ακόμη δε θα ήταν τίποτα. Έκαμα συνειρμούς, που με ταλαιπωρούν κι έχω χάσει τον ύπνο μου. Πιάστηκα με τη λέξη φίλος και στη θέση του γιώτα έβαλα ένα γαμημένο ύψιλον.


περιεχόμενα | επαφή