Ο τόΠος τοΥ δΕν


μέσα στις πέτρες

Γεννήθηκαν μέσα στις πέτρες. Αυτό μονάχα ξέρω. Μέσα στο βαρύ χειμώνα ολόγυμνοι. Έτσι γεννιούνται οι αλήθειες. Κάτω από μαύρα ηλεκτροφόρα σύννεφα, έτοιμα να ξεσπάσουν. Έτσι γεννήθηκαν κι αυτοί. Νομίζω πως εκείνη τη μέρα, έγινε μια σκληρή διαπραγμάτευση. Τα νεογνά παζάρεψαν τη μοίρα τους στον ουρανό. Στον ουρανό που απειλεί και σκεπάζει. Του υποσχέθηκαν υπακοή. Του είπαν πως θα εργασθούν για κείνον, δίχως να σηκώσουν κεφάλι. Ζήτησαν ως αντάλλαγμα, να τους αγγίζει έστω για λίγο, τα σκεβρωμένα τους κόκαλα, το παγωμένο τους δέρμα, με κάμποσες θερμές ηλιαχτίδες. Εκείνος χρόνια στο παζάρι, δέχτηκε. Τους έταξε ψωμί, νερό και πρόσκαιρες ανταμοιβές οίκτου. Έτσι ξεκίνησαν τη ζωή τους οι πρόγονοι. Έτσι παντρεύτηκαν μεταξύ τους και πέρασαν τον ταπεινό τους βίο. Μιλούσαν λίγο εργάζονταν πολύ. Αγώνας για τα βασικά, ήλιο με ήλιο. Με τα χρόνια, αυτή η συμφωνημένη πορεία γινόταν όλο και πιο δυσβάσταχτη. Ο νους που όλα ζητά να τα χαρακτηρίσει, ξέβραζε από μέσα του ακατάληπτες λέξεις, κοφτερές σα λεπίδες και πάλευαν η μια να εξοντώσει την άλλη. Ανήμπορος να βγάλει νόημα, ο παππούς μου, έκανε μια συμβολική χειρονομία. Με το σουγιά τις χάραξε πάνω στο τραπέζι. Θα τις αφήσουμε εκεί για πάντα. Είπε στη γυναίκα του. Για να τις δουν αυτοί που έρχονται. Έκαμαν τέσσερα παιδιά. Δεν έζησαν ποτέ ευτυχισμένοι. Οι πράξεις τους στερέωσαν το μέλλον. Απέκτησαν μια γερή δόση αιωνιότητας. Εσύ γυρεύεις την ευτυχία, όμως υπάρχουν πιο σπουδαία τραύματα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο γάμος του Ηλία και της Τασούλας θα πραγματώσει το ανείπωτο. Συνεπώς, ένας μεγαλύτερος κύκλος, κάτι σαν οικογένεια, πήρε σάρκα, οστά και θέση. Οι μέρες πέρασαν γεμάτες οφειλή και χρέος. Αυτοθυσίες που ζητούν μερίδιο από τους καταχωνιασμένους πόθους Οι ψυχές μας αντέχουν τα χειρότερα. Παίρνουμε λέξεις αιχμηρές, ακατάληπτες και τις μπήγουμε στην καρδιά μας βαθιά μέχρι να τρέξει ζεστό αίμα. Τέλος μετανοούμε. Ο ένας αγκαλιάζει τον άλλο. Αναφιλητά και θλίψη μας φέρνουν πίσω στα λογικά μας. Γονατιστοί επικαλούμαστε το έλεός Του. Έπειτα πάλι τα ίδια. Αυτά είναι τα λογικά μας. Αυτό είναι το έλεός Του.

Οι μέρες πέρασαν με το φόβο της εκτροπής. Γεμάτες μέριμνα γι’ αυτό που πρέπει να συμβεί και γεμάτες ντροπή γι’ αυτό που ήδη έχει. Δεν είναι γραμμένο να γίνουν αυτά. Απλά μια προδιάθεση. Μια τιμωρημένη λέξη θέλησε να εκδικηθεί τις άλλες. Που τόσο εύκολα, τόσο ανεύθυνα ομολογούνται. Ο τόπος στερημένος από κλίμακα, καταρρέει. Γίνεται αντιληπτός. Όλοι βυθίζονται μέσα του. Μια στυγερή απόφαση. Ήρθε για να σφραγίσει τις άλλες. Να κλείσει μέσα της τυχόν παρενέργειες. Ένας θαμπός καθρέφτης. Ένα σπιρτόκουτο με λογής έντομα φυλακισμένα. Μια παιδική ευχή απελπισίας. Το κουτί να παραμείνει κλειστό. Μια γενναία απόφαση με στυγερές συνέπειες. Ήρθε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Οι παρενέργειες να εξετασθούν λεπτομερώς. Κάτι σαν μια σπουδή της πληγής. Μέσα στο κουτί δεν υπάρχουν έντομα. Μονάχα μια παλιά, σκληρή διαπραγμάτευση, φτερούγισε ως την καυτή λάμπα. Κι έκατσε εκεί. Στο κέντρο του παιδικού δωματίου. Μέχρι σήμερα. Είμαι μια ξένη πράξη. Έτσι έμαθα πως το πρόβατο στο βυρσοδεψείο πηγαίνει άδειο και ήδη νεκρό. Πως η σφαγή του προηγείται. Το κρέας του έχει κοπεί και πουληθεί ήμέρες πριν. Έτσι κατάλαβα πως ο άνθρωπος αφότου βυθιστεί στην απερισκεψία, συνεχώς παρομοιάζει τον εαυτό του με πρόβατο.

Και τώρα,

Ανάμεσα στων πόλεων τα ήθη που συγκρούονται, βρίσκομαι για ν’ αντέξω τη μοίρα μου. Γιατί άλλος τόπος, πιο ξένος δεν υπάρχει, απ’ αυτόν που ο άνθρωπος, μπορεί κι αντέχει τη μοίρα του. Πιο ξένος και πιο τραγικός. Εδώ, αυτόχθων και ξενόφερτος, πονούν στην ίδια γλώσσα. Εδώ όσοι πιστεύουν στο ταξίδι, βλέπουν με πίκρα πως η νοσταλγία, είναι το φθηνό τους τέχνασμα. Εδώ ο γύρος του κόσμου, δεν είναι μακρύτερα, από τον καφενέ της γειτονιάς. Εδώ, είναι ο τόπος που τολμώ την προσέγγιση. Εδώ, μου επιτρέπει να ζητήσω περισσότερα. Όμως το χρέος αυτομάτως αυξάνεται. Οι τόκοι πολλαπλασιάζονται. Η οφειλή από δυσβάσταχτη γίνεται μαύρος άγγελος προστάτης και με τυλίγει με τα σκοτεινά παχιά φτερά του. Εδώ, ως ξένη πράξη λέω, που έφταιξα? Λέω, με τέτοια κληρονομιά, καλύτερα να προβώ στην αποποίηση. Μα πως? Λέξεις ακατάληπτες βουίζουν μέσα μου. Έτοιμες να μου πάρουν το κεφάλι. Έδωσες μια γερή υπόσχεση, μου λένε. Πολύ πριν γεννηθείς, το ξέρεις. γεννήθηκες μέσα στις πέτρες. Εκείνος δέχτηκε να σε προστατέψει.

- Που πας;
- Τι κάνεις;

Ανάμεσα στων πόλεων τα ήθη που συγκρούονται, κρύβω τους πιο μεγάλους φόβους. Τις πιο σκληρές διαπραγματεύσεις. Με μόνο κέρδος την ιδέα πως αντιστέκομαι. Με μόνιμη απειλή, την αδυσώπητη τοκογλυφία Του. Αρνούμαι πεισματικά ν’ ανοίξω το λεξικό. Ειδάλλως θα με τιμωρήσει αυστηρά. Για πάντα εξόριστο θα μ’ έχει, σ’ αυτήν εδώ τη διφορούμενη πατρίδα. Γιατί άλλος τόπος, πιο διφορούμενος, μα και πιο ξένος δεν υπάρχει, από τον τόπο που γεννήθηκα.


περιεχόμενα | επαφή