Οι μέρες πέρασαν με το φόβο της εκτροπής. Γεμάτες μέριμνα γι’ αυτό που πρέπει να συμβεί και γεμάτες ντροπή γι’ αυτό που ήδη έχει. Δεν είναι γραμμένο να γίνουν αυτά. Απλά μια προδιάθεση. Μια τιμωρημένη λέξη θέλησε να εκδικηθεί τις άλλες. Που τόσο εύκολα, τόσο ανεύθυνα ομολογούνται. Ο τόπος στερημένος από κλίμακα, καταρρέει. Γίνεται αντιληπτός. Όλοι βυθίζονται μέσα του. Μια στυγερή απόφαση. Ήρθε για να σφραγίσει τις άλλες. Να κλείσει μέσα της τυχόν παρενέργειες. Ένας θαμπός καθρέφτης. Ένα σπιρτόκουτο με λογής έντομα φυλακισμένα. Μια παιδική ευχή απελπισίας. Το κουτί να παραμείνει κλειστό. Μια γενναία απόφαση με στυγερές συνέπειες. Ήρθε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Οι παρενέργειες να εξετασθούν λεπτομερώς. Κάτι σαν μια σπουδή της πληγής. Μέσα στο κουτί δεν υπάρχουν έντομα. Μονάχα μια παλιά, σκληρή διαπραγμάτευση, φτερούγισε ως την καυτή λάμπα. Κι έκατσε εκεί. Στο κέντρο του παιδικού δωματίου. Μέχρι σήμερα. Είμαι μια ξένη πράξη. Έτσι έμαθα πως το πρόβατο στο βυρσοδεψείο πηγαίνει άδειο και ήδη νεκρό. Πως η σφαγή του προηγείται. Το κρέας του έχει κοπεί και πουληθεί ήμέρες πριν. Έτσι κατάλαβα πως ο άνθρωπος αφότου βυθιστεί στην απερισκεψία, συνεχώς παρομοιάζει τον εαυτό του με πρόβατο.
Και τώρα,
Ανάμεσα στων πόλεων τα ήθη που συγκρούονται, βρίσκομαι για ν’ αντέξω τη μοίρα μου. Γιατί άλλος τόπος, πιο ξένος δεν υπάρχει, απ’ αυτόν που ο άνθρωπος, μπορεί κι αντέχει τη μοίρα του. Πιο ξένος και πιο τραγικός. Εδώ, αυτόχθων και ξενόφερτος, πονούν στην ίδια γλώσσα. Εδώ όσοι πιστεύουν στο ταξίδι, βλέπουν με πίκρα πως η νοσταλγία, είναι το φθηνό τους τέχνασμα. Εδώ ο γύρος του κόσμου, δεν είναι μακρύτερα, από τον καφενέ της γειτονιάς. Εδώ, είναι ο τόπος που τολμώ την προσέγγιση. Εδώ, μου επιτρέπει να ζητήσω περισσότερα. Όμως το χρέος αυτομάτως αυξάνεται. Οι τόκοι πολλαπλασιάζονται. Η οφειλή από δυσβάσταχτη γίνεται μαύρος άγγελος προστάτης και με τυλίγει με τα σκοτεινά παχιά φτερά του. Εδώ, ως ξένη πράξη λέω, που έφταιξα? Λέω, με τέτοια κληρονομιά, καλύτερα να προβώ στην αποποίηση. Μα πως? Λέξεις ακατάληπτες βουίζουν μέσα μου. Έτοιμες να μου πάρουν το κεφάλι. Έδωσες μια γερή υπόσχεση, μου λένε. Πολύ πριν γεννηθείς, το ξέρεις. γεννήθηκες μέσα στις πέτρες. Εκείνος δέχτηκε να σε προστατέψει.
- Που πας;
- Τι κάνεις;
Ανάμεσα στων πόλεων τα ήθη που συγκρούονται, κρύβω τους πιο μεγάλους φόβους. Τις πιο σκληρές διαπραγματεύσεις. Με μόνο κέρδος την ιδέα πως αντιστέκομαι. Με μόνιμη απειλή, την αδυσώπητη τοκογλυφία Του. Αρνούμαι πεισματικά ν’ ανοίξω το λεξικό. Ειδάλλως θα με τιμωρήσει αυστηρά. Για πάντα εξόριστο θα μ’ έχει, σ’ αυτήν εδώ τη διφορούμενη πατρίδα. Γιατί άλλος τόπος, πιο διφορούμενος, μα και πιο ξένος δεν υπάρχει, από τον τόπο που γεννήθηκα.