Εκείνος άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε κάτι πολύχρωμες πεταλούδες. Να φτερουγίζουν . Να φυλάνε τις κουβέντες. Μέσα καλά κρυμμένες καλά συγυρισμένες. Τη μια πάνω στην άλλη. Πως βάζουμε τα ρούχα στη βαλίτσα μας, προτού κινήσουμε για ταξίδι; Έτσι το έκαμαν. Με τάξη και με καλή την έγνοια.
Γι’ αυτό σχεδόν όσοι τον άκουγαν ρωτούσαν. Μήπως έχει στο νου του κάποιο μέρος να πάει. Δε χαίρεσαι που είσαι δω; Του έλεγαν. Δε σε κρατά ο τόπος μας; Να κάτσεις και να βολευτείς. Εμείς τους αγαπάμε τους ξένους.
Και τι να ειπώ; Σκέφτονταν ο Στέργιος. Να μάθω να μιλώ; Να εξηγώ αυτά που μου συμβαίνουν; Για να σωπάσω καταπίνοντας τη σκέψη μου; Εδώ γεννήθηκα. Γιατί με λένε ξένο; Δε ντρέπομαι να ειπώ αυτά που έρχονται. Έρχονται από μόνα τους αυτά.