Ο γιακάς του σκέπαζε τους ώμους. Κοντό μανίκι κοντό μαλλί χτενισμένο. Μικρά και να λάμπουν τα μάτια του. Κατάλευκο το δέρμα. Καλός που είναι, έλεγαν οι γυναίκες στη γειτονιά. Κοιτούσα που του έδωναν καραμελίτσες και ζήλευα. Να έρθει κοντά για να χαϊδέψουνε το κεφαλάκι του. Κείνου του άρεσε πολύ και πήγαινε σιγά σιγά.
Κοιτάχτε που σχεδόν δε φαίνεται! Λέγανε όλες μαζί.
Χαιρόντουσαν, χαίρονταν κι αυτός. Μα η ζωή δε του έκαμε καλές εξηγήσεις. Είπε αργότερα που μεγάλωσε. Σαν αντικρίσει αυτοκίνητο στο δρόμο, ακόμα σκιάζεται. Ποιος το περίμενε; Κι όλοι τον αγαπούν εδώ.