Κάποτε δεν αντέχεις, θλίβεσαι. Υποθηκεύεις το κορμί σου και λες:
- Πάρε τη θλίψη μου και θα σου δώσω τα διπλά σε αφοσίωση. Θα τάξω τα παιδιά τη γυναίκα μου. Θα τάξω την περιουσία μου στην αφεντιά σου. Πάρε τη θλίψη μου. Θα φτιάξω γενιές ολόκληρες από ταγμένους οφειλέτες. Πρωτεύουσες και κράτη θα χρωστούν και θα σε λατρεύουν γι' αυτή σου την κίνηση. Πάρε τη θλίψη μου. Ο κόσμος όλος θα το μάθει, έτσι ακριβώς όπως το θες εσύ.
Στο τέλος αγναντεύεις τα χρόνια που πέρασαν. Είσαι ψηλά στο βουνό και το ξέρεις. Ο κόσμος από κάτω βασανίζεται. Ένα ευχάριστα ψυχρό αεράκι σε χαϊδεύει.
Ξύνεις το κεφάλι, τ'αρχίδια σου, με τη γλώσσα προσπαθείς να βγάλεις κάποιο ενοχλητικό ψίχουλο από το στόμα. Χόρτασες. Τι θες και καμαρώνεις στην άκρη του γκρεμού;