Το πρώτο φιλί της αγάπης, το έδωσα κάποτε στα περασμένα νιάτα μου. Ήταν ωραίος, ευγενικός. Οι παλάμες του θαρρείς ζωγραφισμένες με λεπτό μολύβι. Θέλησα ν ’αφήσω το σπίτι μου και τη βολή μου για κείνον. Πάρε του είπα. Το έχω και στο δίνω. Άμα δε το’ χα θα το έκλεβα για σένα.
- Ένα γαμημένο φιλί τι να το κάνω; Μου απάντησε. Εγώ πεινάω. Δε το βλέπεις; Εγώ δεν έχω στον ήλιο μοίρα καθώς λένε. Κι εσύ ακόμη με κοιτάζεις με τα μάτια σου.
- Πώς να σε δω; Του είπα. Πως θέλεις να κοιτάξω το γλυκό σου πρόσωπο;
- Όπως με βλέπουν όλοι, μου απάντησε. Να με λυπάσαι, να μη μ’ αγαπάς.
Και τον είδα να χάνεται μέσα στο γκρι τοπίο. Και να βαδίζει κάτω από τη γέφυρα. Την ώρα που εντός μου, έβρεχε όξινη βροχή.